σοφός

σοφός
σοφός (-ός, -ῷ, -όν, -οί, -ῶν, -οῖς, -ούς; -ᾶς, -αί, -αῖς; -ῶν; σοφώτατοι; -ώτατον, -ώτατα.)
a wise, skilled of people,

ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι O. 1.34

σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ pr. O. 2.86 ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν pr. O. 5.16

ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7

καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

σοφὸν Αἰσονίδαν P. 4.217

ἔν τε σοφοῖς πολίταις P. 4.295

πέφανταί θ' ἁρματηλάτας σοφός P. 5.115

πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.74

σοφᾶς ΠειθοῦςP. 9.39

αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ N. 4.2

ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός (i. e. συνήσεις πρὸς τί ταῦτα εἴρηται Σ.) I. 2.12 ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (sc. the Aiginetans) I. 9.4 σο]φὸν ἁγητῆρα λ[ (supp. Bartoletti.) ?fr. 346a. 2. pro subs.,

τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.88

σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.12

εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον (v. Schadewaldt, 300̆{1}) N. 7.17

ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41

ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν Pae. 6.52

b specifically, skilled in poetry

ἐπέων τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113

ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45

ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος Pae. 18.3

cf. P. 4.138, Δ. 2. 24. pro subs.,

ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται σοφῶν μητίεσσι O. 1.9

βαιὰ δ' ἐν μακροῖσι ποικίλλειν ἀκοὰ σοφοῖς P. 9.78

εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὖτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22

καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.47

σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.
c of things

τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72

ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10

σοφῶν ἐπέων P. 4.138

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

ἐμὲ δ' ἐξαίρετο[ν] κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι Δ. 2. 24.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σοφός — skilled in any handicraft masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • σοφός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολυμαθής: Ο Σόλωνας ήταν ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας. 2. συνετός, μετρημένος: Οι σοφές συμβουλές του δασκάλου του τον βοήθησαν πολύ στη ζωή. – Η χώρα αυτή κυβερνήθηκε από σοφούς πολιτικούς. 3. κατάλληλος, αυτός που …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσποιη(σί)σοφος — ον, Α ο προσποιούμενος τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσποιοῦμαι + σοφός, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] …   Dictionary of Greek

  • Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σοφά — σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc pl σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc/acc dual σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφώτερον — σοφός skilled in any handicraft adverbial comp σοφός skilled in any handicraft masc acc comp sg σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφωτάτω — σοφός skilled in any handicraft masc/neut nom/voc/acc superl dual σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφωτάτων — σοφός skilled in any handicraft fem gen superl pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφωτέραις — σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl σοφωτέρᾱͅς , σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφωτέρων — σοφός skilled in any handicraft fem gen comp pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”